Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κάτω από οποιεσδήποτε

  • 1 условие

    услов||ие
    с
    1. ὁ ὅρος, ἡ προϋπόθεση/ οἱ συνθήκες (т/с. мн.)\ жилищи́ые \условиеия οἱ συνθήκες κατοικίας· \условиеия труда οἱ συνθήκες τής ἐργασίας· при \условиеии ὑπό τόν ὅρο· при настоящих \условиеиях στίς σημερινές συνθήκες, ὑπό τάς παρούσας συνθήκας· при любых \условиеиях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθήκες· при благоприятных \условиеиях σέ εὐνοϊκές συνθήκες· на льготных \условиеиях μέ εὐνοϊκούς ὅρους·
    2. (договора) ὁ ὅρος:
    \условиеия договора, соглашения οἱ ὅροι τοῦ συμβολαίου· нару́шить \условиеия договора παραβαίνω τους ὅρους τής συμφωνίας.

    Русско-новогреческий словарь > условие

  • 2 συνθήκη

    η
    1) (чаще πλ.) условие; обстоятельство;

    σε εύνςϊκές (δυσμενείς) συνθήκες — или υπό εύνοϊκάς (δυσμενείς) συνθήκας — при благоприятных (неблагоприятных) условиях;

    στίς σημερινές συνθήκες — или υπό τάς παρούσας συνθήκας — при настоящих условиях;

    κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες — при любых условиях;

    οι συνθήκες δεν επιτρέπουν — условия не позволяют;

    κατά συνθήκη — или εκ συνθήκης — или διά συνθήκης — по условию;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συνθήκη

  • 3 всякий

    αντων. επιμεριστική.
    1. καθένας, καθείς, κάθε, οιοσδήποτε. || ουσ. ο καθένας.
    2. οιονδήποτε πράγμα, οτιδήποτε, ότι κι άν.
    3. (με την πρόθ. без) κανένας, καμιά, κανένα•

    без -ой жалости χωρίς κανένα οίκτο, ανελέητα•

    без -го сомнения χωρίς καμιά αμφιβολία, αναμφίβολα.

    εκφρ.
    - ая всячинаβλ. всячина•
    во -ом случае – εν πάση περιπτώσει• κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, περιστάσεις, ό,τι και να συμβεί, οπωσδήποτε•
    на всякий случай – για κάθε ενδεχόμενο, για καλό και για κακό•
    - го рода – κάθε λογής, λογής-λογής, κάθε είδους, παντοειδής.

    Большой русско-греческий словарь > всякий

См. также в других словарях:

  • αγχώδης νεύρωση — Νεύρωση που χαρακτηρίζεται από αγχώδη υπεραπασχόληση η οποία φτάνει έως τον πανικό και συχνά συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα. Σε αντίθεση με τη φοβική νεύρωση, το άγχος είναι δυνατόν να υπάρχει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • Αδόλιος — (4ος αι. μ.Χ.).Ασκητής από την Ταρσό της Κιλικίας, πρόδρομος των στυλιτών. Είχε εγκατασταθεί στην περιοχή του όρους των Ελαιών στην Παλαιστίνη και κάθε μέρα, κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, μετά τη δύση του ήλιου, έμενε στην ύπαιθρο και… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτιλία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην τεχνική της πλεύσης και της κυκλοφορίας στον αέρα των πτητικών συσκευών. Η α. στα πρώτα της βήματα χρησιμοποιούσε μεθόδους της ναυτιλίας, τώρα όμως χρησιμοποιεί ραδιοηλεκτρικές μεθόδους, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»